μικροπολεμική

μικροπολεμική
η
πολεμική με ευτελή μέσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στον Κωνσταντίνο Ασώπιο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”